Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα και τους καημούς που σκέπασε καπνός η ξενιτιά τα βρήκε αδελφωμένα Κι οι ξαφνικές χαρές που ήρθαν για μένα ήταν σε δάσος μαύρο κεραυνός κι οι λογισμοί που μπόρεσα για σένα
Και σου μιλώ σ' αυλές και σε μπαλκόνια και σε χαμένους κήπους του Θεού κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ' αηδόνια με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια εκεί που πρώτα ήσουνα παντού και τώρα μες στο κρύο και στα χιόνια
Η μοίρα κι ο καιρός το 'χαν ορίσει Παρασκευή το βράδυ στις εννια η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει Παρασκευή το βράδυ του φονιά και του λαού την πόρτα να χτυπήσει
Δεν ήτανε ρολόι σταματημένο σε ρημαγμένο κι άδειο σπιτικό οι δρόμοι που με πήραν και προσμένω Τα λόγια που δεν ξέρω σου τα δένω με τους ανθρώπους που 'δαν το κακό και το 'χουν στ' όνομά τους κεντημένο
Αυτός που σπέρνει δάκρυα και τρόμο θερίζει την αυγή θανατικό μαύρα πουλιά τού δείχνουνε το δρόμο Κι έχει κρυφή πληγή κοντά στον ώμο, σημάδι μυστικό και ριζικό πως ξέφυγε απ' τον Αδη κι απ' τον νόμο
Τη δόξα των ανθρώπων δε γυρίζω στης πέτρας τη παλιά τη συλλογή. Κι άλλο απ΄το μαύρο χόρτο δε γνωρίζω παρά μονάχα σκέφτομαι κι ελπίζω ποια λόγια θα περάσουν την πληγή και τι θα ξεχαστεί μ'αυτά που χτίζω.
Όσοι θα βρουν το φως να λιγοστεύει και την καρδιά κρεμάσουν σε κλαδί κοντά σε μια φωτιά που ζωντανεύει, στην όχθη που τον άνθρωπο παλεύει το μαύρο φως και θέλει να τον δει και στα μαλλιά του αγέρας να σαλεύει,
Σ'αυτους η μοναξιά κι η λησμοσύνη κι η πέτρα δίχως χώμα και νερό. Γι αυτούς μέσα στον ύπνο τους θα μείνει τ'αηδόνι και το πλοίο ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ με δυό χιλιάδες φόρτωμα πικρό στο γέλιο των κυμάτων που σ'αφήνει.
Ολόκληρο το ποίημα του Μάνου Ελευθερίου μη λογοκριμένο...
Στην
Kρήτη οι βοσκοί λένε ότι το όχι είναι
αρσενικό και το ναι θηλυκό, που θα πει
ότι ερωτεύονται.
Oταν
λέμε το όχι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά
του ναι, είναι να αποκαθιστούμε το κύρος
της αμφιβολίας. Aυτή η αναποφασιστικότητα,
δεν είναι αδυναμία αλλά το γόνιμο τοπίο
στο οποίο ανθίζει η ελευθερία.
Tο
"ναι" μας δεσμεύει όπως και το
"όχι".
Oταν
όμως κινείσαι ανάμεσά τους είσαι
ελεύθερος.
Aυτό
το ενδιάμεσο σημείο όπου "περπατά"
η αμφιβολία οδηγεί στην ποιότητα.
Λουδοβίκος
των Ανωγείων
Αυτό
το ενδιάμεσο σημείο όπου περπατά η
αμφιβολία ..
Ίσως
κρύβει μέσα του το πιο όμορφο και το πιο
εύθραυστο τοπίο του κόσμου
εκεί
που έβαλες τα "ναι" και τα
"όχι" να κοιμηθούν αγκαλιά
έτσι
που ο χρόνος κοντοστάθηκε
φοβήθηκε,
έκρυψε όλα του τα ψέματα
κι
ύστερα τους ψιθύρισε γλυκό νανούρισμα
αγάπης...
ώσπου
αποκοιμήθηκε κι αυτός .. και ξέχασε να
περάσει.
Και ο χρόνος σταμάτησε Πάνω στη στιγμή που ένιωσες την ψυχή σου γεμάτη Με αυτά που ονειρεύτηκες μια ζωή ότι είχες αγκαλιά Και ο ουρανός πήρε χρώματα που δεν είχες ξαναδεί Όλη σου η ζωή ο λυγμός του δοξαριού, Μια χορδή που αγγίζεις με το δέρμα Για να χτίσεις τη δική σου ιστορία
Όταν ξανακοιτάξεις τ' αστέρια για να νιώσεις ένα με αυτά Όταν τα θαμπά φώτα καθαρίσουν τη θολωμένη σου σκέψη Όταν το περίγραμμα του κόσμου δε θα σε σημαδεύει Κι όταν πάψεις να ζηλεύεις τα ταξίδια των ανθρώπων τότε να πιστέψεις πως η μέρα που ξημερώνει κρύβει την αυγή αυτού που πάντα ήθελες να είσαι
Σαν σε όνειρο μου χάρισαν ένα δώρο κι είχα τέτοια χαρά, όπως μ' αυτά που έρχονται ξαφνικά και φωτίζουν τη ζωή σου. Το κρατούσα στην αγκαλιά μου και σε έψαχνα για να το μοιραστώ. Κι ήρθες με το δώρο μου ήδη στα χέρια σου. Ύστερα με μανία και βλέμμα οργισμένο, το πακέτο χίλια κομμάτια πάνω στα πόδια μου κι η φωνή σου να με διαπερνά : "Κοίτα τι έκανες τώρα!! Εσύ φταις για αυτό!!" Κι εγώ βουβή να υπομένω το άδικο
Και την απέραντη θλίψη που δεν μπόρεσα...
που νόμιζα.. που δεν μπόρεσε..
Κρίμα..
Είναι τόσο βάναυσο να ξυπνάς απότομα τα όνειρα σου στον ύπνο των άλλων. Ειδικά όταν εσύ ισχυρίζεσαι ότι δεν ονειρεύεσαι .
Μέσα σε λίγες γραμμές, η απάντηση του "γιατί" που όλοι αναρωτιόμαστε τον τελευταίο καιρό...
Το 1950 οι αγρότες ήταν το 80% του ελληνικού πληθυσμού. Το 2000 οι αγρότες είναι λιγότεροι από 20%. Αυτό στην Ευρώπη συνέβη σε διάστημα 2 αιώνων. Εμείς ως ξύπνιοι και μάγκες το πετύχαμε σε 50 χρόνια! Αυτή η «ταχύρρυθμη αστικοποίηση» δεν ήταν κοινωνική εξέλιξη αλλά βλακώδης κοινωνική ανατροπή και χωρίς την ύπαρξη βιομηχανίας για απασχόληση, σε συνδυασμό με την έμφυτη αποστροφή μας προς την χειρωνακτική εργασία, ήταν βέβαιο ότι θα απέβαινε καταστροφική. Τι θα γίνονταν όλοι αυτοί οι ανειδίκευτοι που συσσωρεύονται στις πόλεις; Το ελληνικό δαιμόνιο βρήκε τη λύση! Η πρώτη γενιά θυρωροί, η δεύτερη γενιά δημόσιοι υπάλληλοι με γλείψιμο και η τρίτη γενιά πτυχιούχοι άνεργοι.
ένα νεαρό ζευγάρι Βιεννέζων τουριστών ψάχνει να αγοράσει ένα μπουζούκι
Όταν πρέπει να φύγεις από το Εδώ για να ζήσεις το Τώρα όταν αυτό που ζεις στο Εδώ είναι ένα Αύριο όλο φόβο που κατατρώει ολοένα τη λάμψη του Χθες (στερνή μου γνώση να σ΄ είχα πρώτα) Τότε συναντάς το ανέλπιστο, το ανθρώπινο, που παράπεσε στο χάος της ναϋλον καθημερινότητας. Το ΠανΑνθρώπινο, που οι πλαστικές κοινωνίες προσπαθούν μανιασμένα να ξεριζώσουν από μέσα μας. Οφείλεις να του χαμογελάσεις και να το βοηθήσεις να βρει το δρόμο του μέσα σου...
Ποτέ δε θα μάθω αν το συμπαθές ζεύγος βρήκε ανοιχτό κατάστημα
στην Ελλάδα του "Δευτέρα&Τετάρτη απόγευμα κλειστά"
ή αν έψαξαν και την άλλη μέρα όπως μου είπαν
Μου αρκεί να τους φαντάζομαι με το μπουζούκι στα μπαγκάζια της επιστροφής
να επιχειρούν τις πρώτες δειλές πενιές τους στο Ευρωπαϊκό τους σαλόνι